9.8.13

Λίγα παπαδιαμαντικά όνειρα ακόμη


Απ’ τη «Φαρμακολύτρια»:
Πάλι μια νύχτα, έβλεπα στ όνειρό μου πως βρισκόμουν στο ξωκκλήσι της Αγίας, κ εκεί είδα τάχα ένα πράμα παράξενο πολύ, να προβάλη και να βγη έξω και να κυλιστή, από κείνο το στοιχειωμένο χτίριο…
Και μου εφάνη τάχα, πως ήρθ ένα κορίτσι όμορφο, μα όμορφο πολύ, έλαμπε το πρόσωπό του, και μου έδωκε ένα λουλουδάκι λευκό, μοσχομυρωδάτο, και μου είπε: «Να, δώσ το αυτό του γιού σου, να μυριστή· είναι άνθος της Εδέμ». Έξαφνα, γυρίζει πίσω εκείνο το πράμα, το παράξενο, το μαύρο και κατακόκκινο, που είχε πηδήσει από το χτίριο το παλιό, γυρίζει πίσω θεριωμένο και ρίχνετ επάνω μου κ εζητούσε να μου αρπάξη απ τα χέρια το λουλούδι που μου είχε δώσει η όμορφη κοπέλα, που φαίνεται να ήτον η Αγία Αναστασία… Στην ίδια στιγμή η Αγία φαίνεται πάλι, σαν να βγαινε απ την Αγία Πύλη του Ιερού, και μ ένα κλωναράκι από βάια που βαστούσε στα χέρια, δίνει μια και του κόφτει το χέρι, του τρισκατάρατου, που γύρευε να μου αρπάξη το λουλούδι… Αυτά είδα.
 [...]
Ύπνος τότε με κατέλαβεν, εις το στασίδιον όπου εκαθήμην. Ο ύπνος ήτον άνευ ονείρων, όλα τα όνειρα του τα είχεν αφαιρέσει η εγρήγορσις. Μόνον ενδομύχως εις το βάθος της συνειδήσεώς μου, μία φωνή, ήτις ωμοίαζε με χρησμόν, ηκούσθη αμυδρώς να ψιθυρίζη: «Ύπαγε, ανίατε· ο πόνος θα είναι η ζωή σου…»
Εξύπνησα. Εσηκώθην και έφυγα. Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχεν εισακούσει την δέησίν μου.
Απ’ το «Υπό την βασιλικήν δρυν»:
  μουν ποσταμένος κα δν εχον κοιμηθ καλ τν νύκτα. Ο πνος μο λειπεν. Ες τν σκιν το πελωρίου δένδρου, ν μέσ τν μηκώνων του τν κατακοκκίνων, Μορφες λθε κα μ’ βαυκάλισε κα μο δειξεν εκόνας ς ες περίεργον παιδίον.
  Μο φάνη, τι τ δένδρον –σζον καθ’ πνον τν ννοιαν το δένδρου- μικρν κατ μικρν μετέβαλλεν ψιν, εδος κα μορφήν. Ες μίαν στιγμν ρίζα του μο φάνη ς δύο ρααι κνμαι, κολλημέναι μία πάνω ες τν λλην, ετα μετ’ λίγον ξεκόλλησαν κα χωρίσθησαν ες δύο· κορμς μο φάνη, τι διεπλάσσετο κα μορφοτο ες σφύν, ες κοιλίαν κα στέρνον· ο δύο παμμέγιστοι κλάδοι μο φάνησαν ς δύο βραχίονες, χερες ρεγόμεναι τ πειρον, ετα κατερχόμεναι συγκαταβατικς πρς τν γν, φ’ ς γ κείμην· κα τ βαθύφαιον, ειθαλς φύλλωμα μο φάνη ς κόμη πλουσία κόρης, ναδεδημένη πρς τ’ νω, ετα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη πρς τ κάτω.
  Τ πόρισμά μου τ ν νείρ ξαχθν κα ες λρον ν εδει συλλογισμο διατυπωθέν, πρξε τοτο. «! δν εναι δένδρον, εναι κόρη· κα τ δένδρα, σα βλέπομεν εναι γυνακες!»
  Οταν μετ’ λίγον ξύπνησα, ς συνέχειαν το νείρου σχον ν ν, τν νάμνησιν τς στορίας το τυφλο, τν ποον Χριστς θεράπευσε, καθς εχον κούσει τν διδάσκαλόν μας ες τν ερν στορίαν: «Κατ’ ρχς μν εδε τος νθρώπους ς δένδρα· δεύτερον δ τος εδε καθαρά...»
  Πλν δν ξύπνησα κόμη, πρν κούσω τί λεγε τ φάσμα. κόρη - δρς- εχε λάβει φωνν κα μο λεγε:
  -Επ ν μο φεισθον, ν μ μ κόψουν..., δι ν μ κάμω κουσίως κακόν. Δν εμ’ γ νύμφη θάνατος· θ ζήσω σον ατ τ δένδρον....
Απ’ τη «Νοσταλγό»:
νεαρ γυν φαίνετο ζσα νειρώδη ζωήν, παρξιν ρεμβώδη. Αφνης, π καιρο ες καιρόν, ξύπνα κ το μακρο νείρου της, κ φαίνετο νακτσα τν ασθησιν το πραγματικο κόσμου, λλ λίγαι παρήρχοντο στιγμαί, κα πάλιν πιπτεν ες τν νάρκην το πνου της, βυθιζομένη βαθύτερον κόμη ες τ προσφιλς νειρόν της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου