20.12.13

Αν είναι να μιλήσει κάποιος, ας πει για την αγάπη

http://dimartblog.com/2013/12/16/lake-district/

Όπως μαθαίνουμε από την ωραία ανάρτηση του Heroico Desembarazo, o Αμερικανός φιλόσοφος Harry Frankfurt διακρίνει τέσσερα χαρακτηριστικά της αγάπης: είναι αδιάφορη με την έννοια ότι επιθυμείς το καλό για τον αγαπημένο καθαυτό, είναι προσωπική με την έννοια ότι ο αγαπημένος είναι αναντικατάστατος, είναι μία δυνατή πράξη ταυτοποίησης με τον αγαπημένο χωρίς να εξαφανίζει τις αυτόνομες ταυτότητες του ενός και του άλλου, είναι μία πράξη που σπάνια αποτελεί απότοκο αποκλειστικής συνειδητής επιλογής.

Νομίζω πως έχει ιδιαίτερη σημασία, σε σχέση και με τη γενικότερη αντίληψη περί αγάπης σήμερα, το τελευταίο σημείο που θίγει ο Frankfurt. Σε ποιο βαθμό η αγάπη είναι ζήτημα επιλογής; Σε ποιο βαθμό δηλαδή επιλέγεις αυτόν που θα αγαπήσεις ή αποφασίζεις να αγαπήσεις αυτόν που έχεις δίπλα σου; Και σε ποιο βαθμό είναι η αγάπη μια ενεργητική δραστηριότητα που αποφασίζεις να ασκήσεις ή ένα πάθος που σε παρασύρει; Αυτή η συζήτηση βέβαια υπάρχει ήδη στην αρχαία φιλοσοφία ή και στο Ευαγγέλιο (ειδικά στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, όπου τίθεται το ερώτημα «ποιος είναι ο πλησίον», δηλαδή «ποιος είναι ο αγαπώμενος», και ο Χριστός αντερωτά «ποιος γίνεται πλησίον», δηλαδή «ποιος γίνεται αγαπών»). 

Πολύ ωραία όμως πραγματεύεται το ζήτημα ο Βιζυηνός στο «Αμάρτημα της μητρός μου», όπου μιλάει με πόνο για πολλά είδη αγάπης: 
Οἱ μικροὶ τῶν ἀδελφῶν μου μισθοὶ θὰ ἐξήρκουν πρὸς ἀνακούφισιν τῆς μητρός, ἐφ ᾧ καὶ τῇ ἐδίδοντο. Ἀλλ ἐκείνη, ἀντὶ νὰ τοὺς δαπανᾶ πρὸς ἀνάπαυσίν της, ἐπροίκιζε δι αὐτῶν τὴν θετήν της θυγατέρα καὶ ἐξηκολούθει ἐργαζομένη πρὸς διατροφὴν της. Ἐγὼ ἔλειπον μακράν, πολὺ μακράν, καὶ ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἠγνόουν τὶ συνέβαινεν εἰς τὸν οἶκον μας. Πρὶν δὲ κατορθώσω νὰ ἐπιστρέψω, τὸ ξένον κοράσιον ηὐξήθη, ἀνετράφη, ἐπροικίσθη καὶ ὑπανδρεύθη, ὡς ἐὰν ἦτον ἀληθῶς μέλος της οἰκογενείας μας.

Ὁ γάμος αὐτῆς, ὅστις φαίνεται ἐπίτηδες ἐπεσπεύθη, ὑπῆρξεν ἀληθὴς χαρὰ τῶν ἀδελφῶν μου. Οἱ δυστυχεῖς ἀνέπνευσαν, ἀπαλλαγέντες ἀπὸ τὸ πρόσθετον φορτίον. Καὶ εἶχον δίκαιον. Διότι ἡ κόρη ἐκείνη, ἐκτὸς ὅτι ποτὲ δὲν ἠσθάνθη πρὸς αὐτοὺς ἀδελφικήν τινα στοργήν, ἐπιτέλους ἀπεδείχθη ἀχάριστος πρὸς τὴν γυναῖκα, ἥτις περιεποιήθη τὴν ζωὴν αὐτῆς μὲ τοσαύτην φιλοστοργίαν, ὅσην ὀλίγα γνήσια τέκνα ἐγνώρισαν. Εἶχον λόγους λοιπὸν οἱ ἀδελφοί μου νὰ εἶναι εὐχαριστημένοι καὶ εἶχον λόγους νὰ πιστεύσουν, ὅτι καὶ ἡ μήτηρ ἀρκετὰ ἐδιδάχθη ἐκ τοῦ παθήματος ἐκείνου. Ἀλλ
ὁποία ὑπῆρξεν ἡ ἔκπληξὶς των, ὅταν, ὁλίγας μετὰ τοὺς γάμους ἡμέρας, τὴν εἶδον νὰ ἔρχεται εἰς τὴν οἰκίαν, σφίγγουσα τρυφερῶς εἰς τὴν ἀγκάλην της ἓν δεύτερον κοράσιον, ταύτην τὴν φορὰν ἐν σπαργάνοις!

- Τὸ κακότυχο! ἀνεφώνει ἡ μήτηρ μου, κύπτουσα συμπαθητικῶς ἐπὶ τῆς μορφῆς τοῦ νηπίου, δὲν τὸ ἔφθανε πῶς ἐγεννήθη κοιλιάρφανο, μόν
ἀπέθανε καὶ ἡ μάνα του καὶ τὸ ἄφηκε μὲσ στὴ στράτα! Καὶ, εὐχαριστημένη τρόπον τινὰ ἐκ τῆς ἀτυχοῦς ταύτης συμπτώσεως, ἐπεδείκνυε τὸ λάφυρόν της θριαμβευτικῶς πρὸς τοὺς ἐνεοὺς ἐκ τῆς ἐκπλήξεως ἀδελφούς μου.

Τὸ υἱικὸν σέβας ἦτο πολύ, καὶ ἡ αὐθεντεία τῆς μητρὸς μεγάλη, ἀλλ
οἱ πτωχοὶ ἀδελφοί μου ἦσαν τόσον ἀπογοητευμένοι, ὥστε δὲν ἐδίστασαν νὰ ὑποδείξουν εὐσχήμως πως εἰς τὴν μητέρα των, ὅτι καλὸν θὰ ἦτο νὰ παραιτηθῇ τοῦ σκοποῦ της. Ἀλλὰ τὴν εὖρον ἀμετάπειστον. Τότε ἐδήλωσαν φανερὰ τὴν δυσαρέσκειάν των καὶ τῇ ἠρνήθησαν τὴν διαχείρισιν τοῦ βαλαντίου των. Ὅλα εἰς μάτην.

- Μὴ μοῦ φέρετε τίποτε, ἔλεγεν ἡ μήτηρ μου, ἐγὼ δουλεύω καὶ τὸ θρέφω,
σὰν πῶς ἔθρεψα καὶ σᾶς. Καὶ ὅταν ἔλθῃ ὁ Γιωργῆς μου ἀπ τὴν ξενιτειά, θὰ τὸ προικίσῃ καὶ θὰ τὸ πανδρέψῃ. Ἀμ τί θαρρεῖτε! Ἐμένα τὸ παιδί μου μὲ τὸ ὑποσχέθηκε. -Ἐγώ, μάνα, θὰ σὲ θρέφω καὶ σένα καὶ τὸ ψυχοπαίδι σου. -Ναί! ἔτσι μὲ τὸ εἶπε, ποῦ νἄχῃ τὴν εὐχή μου!

[...] ὅταν, μετὰ μακρὰν ἀπουσίαν, ἐπέστρεφα εἰς τὸν οἶκον μας, ἤμην εἰς θέσιν νὰ ἐκπληρώσω τὴν ὑπόσχεσίν μου, ὡς πρὸς τὴν μητέρα μου κἄν, ἡ ὁποία ἦτο τόσον ὀλιγαρκής. Ὡς πρὸς τὸ ψυχοπαίδι της ὅμως δὲν μ εὖρε τόσον πρόθυμον, ὅσον ἤλπιζεν. Ἀπ ἐναντίας μόλις εἶχον φθάσει καὶ ἐξεφράσθην ἐναντίον τῆς διατηρήσεώς του, πρὸς μεγίστην τῆς μητρός μου ἔκπληξιν. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι δὲν ἤμην κυρίως ἐναντίος τῆς ἀδυναμίας τῆς μητρός μου. Τὴν πρὸς τὰ κοράσια κλίσιν της τὴν εὔρισκον σύμφωνον πρὸς τὰ αἰσθήματα καὶ τοὺς πόθους μου. Τίποτε ἄλλο δὲν ἐπεθύμουν περισσότερο, παρὰ νὰ εὔρω ἐπιστρέφων εἰς τὸν οἶκον μας μίαν ἀδελφήν, τῆς ὁποίας ἡ φαιδρὰ μορφὴ κ αἱ συμπαθητικαὶ φροντῖδες νὰ ἐξορίσουν ἀπὸ τῆς καρδίας μου τὴν ἐκ τῆς μονώσεως μελαγχολίαν, καὶ νὰ ἐξαλείψουν ἀπὸ τῆς μνήμης μου τὰς κακοπαθείας ὅσας ὑπέστην ἐν τῇ ξένῃ. Πρὸς ἀνταλλαγὴν ἐγὼ θὰ ἐπροθυμούμην νὰ τῃ διηγῶμαι τὰ θαυμάσια τῶν ξένων χωρῶν, τὰς περιπλανήσεις καὶ τὰ κατορθώματά μου, καὶ θὰ ἤμην πρόθυμος νὰ τῇ ἀγοράζω ὅ,τι ἀγαπᾷ· νὰ τὴν ὁδηγῶ εἰς τοὺς χοροὺς καὶ τὰς πανηγύρεις· νὰ τὴν προικίσω, καὶ τέλος νὰ χορεύσω εἰς τοὺς γάμους της.

Ἀλλὰ τὴν ἀδελφὴν ταύτην τὴν ἐφανταζόμην ὡραίαν καὶ συμπαθητικήν, ἀνεπτυγμένην καὶ ἔξυπνον, μὲ γράμματα, μὲ χειροτεχνήματα, μὲ ὅλας ἐν γένει τὰς ἀρετὰς ὅσας εἶχον αἱ κόραι τῶν χωρῶν, ὅπου ἔζων μέχρι τότε. Καὶ ἀντὶ τούτων ὅλων τί εὖρον; Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον. Ἡ θετή μου ἀδελφὴ ἦτον ἀκόμη μικρά, καχεκτική, κακοσχηματισμένη, κακόγνωμος, καὶ πρὸ πάντων δύσνους, τόσον δύσνους, ὥστε εὐθὺς ἐξ
ἀρχῆς μ ἐνέπνευσεν ἀντιπάθειαν.

- Δός του
πίσου τὸ Κατερινιὼ, ἔλεγον μίαν ἠμέραν εἰς τὴν μητέρα μου. Δός το πίσου, ἂν μ ἀγαπᾶς. Αὐτὴν τὴν φορὰν σὲ τὸ λέγω μὲ τὰ σωστά μου! Ἐγὼ θὰ σὲ φέρω μίαν ἄλλην ἀδελφὴ ἀπὸ τὴν Πόλι. Ἕνα εὔμορφο κορίτσι, ἕνα ἔξυπνο, ποὺ νὰ στολίσῃ μίαν ἡμέρα τὸ σπίτι μας.

Ἔπειτα περιέγραψα μὲ τὰ ζωηρότερα χρώματα ὁποῖον θὰ ἦτο τὸ ὀρφανὸν, τὸ ὁποῖον ἔμελλον νὰ τῆς φέρω, καὶ πόσον πολὺ θὰ τὸ ἠγάπων.

Ὅταν ὕψωσα τὰ βλέμματά μου πρὸς αὐτήν, εἶδον μετ
ἐκπλήξεώς μου, ὅτι τὰ δάκρυά της ἔρρεον σιγαλὰ καὶ μεγάλα ἐπὶ τῶν ὠχρῶν αὐτῆς παρειῶν, ἐνῶ οἱ ταπεινωμένοι της ὀφθαλμοὶ ἐξέφραζον μίαν ἀπερίγραπτον θλίψιν!

- Ὦ! εἶπε μετ
ἀπελπιστικῆς ἐκφράσεως. Ἐνόμισα ὅτι σὺ θὰ ἀγαπήσῃς τὴν Κατερινιὼ περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ, ἀπατήθηκα! Ἐκεῖνοι δὲν θέλουν διόλου ἀδελφὴν, καὶ σὺ θέλεις μίαν ἄλλην. Καὶ τί φταίγει τὸ φτωχὸ, σὰν ἔγεινεν ὅπως τὸ ἔπλασεν ὁ Θεὸς. Ἂν εἶχες μίαν ἀδελφὴν ἄσχημην καὶ μὲ ὀλίγον νοῦν, θὰ τὴν ἔβγαζες δι αὐτὸ μέσα στοὺς δρόμους, γιὰ νὰ πάρῃς μίαν ἄλλην, εὔμορφην καὶ γνωστικὴν;

2 σχόλια:

  1. Αγαπητέ,
    τώρα είδα που μου έκανες αναφορά και σε ευχαριστώ.
    Πράγματι μεγάλο ζήτημα όπως και του Βιζυηνού ένα αριστούργημα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Να είσαι καλά, rakis.
    Νομίζω πως αυτό είναι το μεγαλύτερο ζήτημα: αν μπορεί κανείς να αγαπήσει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή