26.4.13

Υπέρ της λογοτεχνικής θεωρίας



Επειδή πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό οι φωνές εναντίον της λογοτεχνικής θεωρίας, θα ήθελα να αρθρώσω εδώ δυο λόγια υποστηρικτικά γι’ αυτήν. Νομίζω πως η λογοτεχνική θεωρία είναι ένας σπουδαιότατος κλάδος της επιστήμης της λογοτεχνίας και σήμερα έχει πλέον κερδίσει επάξια τη θέση της στο χάρτη των επιστημών.


Κατά την άποψή μου, μπορούμε να τοποθετήσουμε τη λογοτεχνική θεωρία, ως πνευματική δραστηριότητα, μεταξύ της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Για την ακρίβεια, η λογοτεχνική θεωρία μετέχει και της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Η επιστήμη της λογοτεχνίας, όπως κάθε επιστήμη, έχει δυο αντίρροπες τάσεις: μία εξατομικευτική και μία γενικευτική. Η εξατομικευτική τάση κινείται προς τα συγκεκριμένα, ατομικά φαινόμενα· στην περίπτωσή μας, προς τα συγκεκριμένα λογοτεχνικά έργα. Η γενικευτική τάση, αντίθετα, κινείται προς τα αφηρημένα, γενικά φαινόμενα. Εδώ, στο γενικευτικό άκρο του εκκρεμούς, βρίσκεται η λογοτεχνική θεωρία. Όσο κινούμαστε προς αυτό, τόσο βαθύτερα εισερχόμαστε στην επικράτεια της φιλοσοφίας. Αντίθετα, όσο κινούμαστε ακολουθώντας την εξατομικευτική τάση, τόσο πλησιάζουμε εγγύτερα στο μοναδικό λογοτεχνικό έργο. Η λογοτεχνική κριτική, η εκδοτική, η ερμηνευτική και οι άλλοι φιλολογικοί κλάδοι βρίσκονται πιο κοντά στη λογοτεχνία παρά στη φιλοσοφία. Θα μπορούσαμε να τα παραστήσουμε όλα αυτά με το κάτωθι σχήμα:


Η εκρηκτική ανάπτυξη των θεωρητικών σπουδών τις τελευταίες δεκαετίες είχε βέβαια ως αποτέλεσμα να συμπεριληφθούν στη λογοτεχνική θεωρία και πολλοί άλλοι ετερόκλιτοι κλάδοι. Οι θεωρητικοί άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότερο με την πολιτική θεωρία, την κοινωνιολογία, την ανθρωπολογία, τα ΜΜΕ, τη γλωσσολογία κ.λπ. Αυτό είχε μια ευεργετική συνέπεια: δημιουργήθηκε ένας ακαδημαϊκός κλάδος ελεύθερου στοχασμού, ένας κλάδος στον οποίο γεφυρώνεται το ρήγμα μεταξύ των διάφορων ανθρωπιστικών επιστημών, που είχε δημιουργηθεί με την ακραία εξειδίκευση. Τώρα, ο θεωρητικός μπορούσε πλέον, με αφορμή κάποιο λογοτεχνικό έργο, να στοχαστεί ελεύθερα πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα.


Η λογοτεχνική θεωρία, ως κλάδος της επιστήμης της λογοτεχνίας, έχει ως αντικείμενό της το κείμενο και ως μέθοδό της τον διάλογο. Κείμενο είναι πρωτίστως το λογοτεχνικό έργο και ως τέτοιο είναι αντικείμενο όλων των κλάδων της επιστήμης της λογοτεχνίας. Για τη λογοτεχνική θεωρία όμως κείμενο δεν είναι μόνο το λογοτεχνικό έργο εν τη στενή του εννοία. Σήμερα, μετά την ανάπτυξη της σημειωτικής, ως κείμενο θεωρείται «κάθε συνεκτικό σύστημα σημείων». Συνεπώς, κείμενο μπορεί να είναι ένας πίνακας, ένα κινηματογραφικό έργο, μια τηλεοπτική εκπομπή ή ακόμη ένα κοινωνικό, πολιτικό, ή οικονομικό φαινόμενο. Έτσι, η λογοτεχνική θεωρία δεν ασχολείται πλέον μόνο με την καθαυτό λογοτεχνία, αλλά μπαίνει στα χωράφια της αισθητικής, της κινηματογραφικής κριτικής, της θεωρίας της επικοινωνίας, της κοινωνιολογίας, της πολιτικής θεωρίας, της οικονομίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου κλάδου, της πολιτισμικής θεωρίας, η οποία έχει ως αντικείμενό της τον πολιτισμό στο σύνολό του.


Το αντικείμενο της λογοτεχνικής θεωρίας δεν είναι ένα άψυχο πράγμα· είναι η ζωντανή δημιουργία ενός ζωντανού προσώπου. Γι’ αυτό το λόγο, το κείμενο δεν μπορεί να πραγμοποιηθεί, να μετατραπεί δηλαδή σε πράγμα. Βέβαια, πολλές φορές οι θεωρητικοί πραγμοποιούν το κείμενο, όταν η ανάλυσή τους γίνεται πολιτική ή όταν εφαρμόζουν μεθόδους των φυσικών επιστημών, οι οποίες ασχολούνται με άψυχα πράγματα και όχι με ζωντανούς ανθρώπους. Και στις δύο περιπτώσεις, η λογοτεχνική θεωρία χάνει τον πραγματικό της χαρακτήρα.


Μέθοδος της λογοτεχνικής θεωρίας είναι, όπως είπαμε, ο διάλογος. Ακριβώς επειδή πρόκειται για ζωντανούς ανθρώπους, για τις φωνές ζωντανών ανθρώπων, μπορούμε μόνο να διαλεχθούμε μαζί τους. Δεν μπορούμε να τις αναλύσουμε επιστημονικά, γιατί τότε τις πραγμοποιούμε. Το ένα κείμενο διαλέγεται με το άλλο και αυτή η διαδικασία συνεχίζεται επ’ άπειρον. Και μάλιστα, σε αυτό τον αέναο διάλογο, στον οποίο ο ένας συνομιλητής σέβεται απεριόριστα τον άλλο, οι διαφορετικές φωνές και οι διαφορετικές ιδέες δε συγχωνεύονται σε μία. Αντίθετα, στέκονται ισότιμα η μία δίπλα στην άλλη.


Η λογοτεχνική θεωρία λοιπόν έχει αντικείμενο και μέθοδο, όπως όλοι οι επιστημονικοί κλάδοι. Έχει όμως σαφώς καθορισμένο στόχο και πρακτική εφαρμογή; Εδώ είναι το πιο δύσκολο και αμφιλεγόμενο ζήτημα. Ίσως μάλιστα είναι και αυτό που ξεσηκώνει τις πιο πολλές αντιδράσεις. Για κάποιους, η λογοτεχνική θεωρία έχει και πρέπει να έχει πρακτικές εφαρμογές. Για άλλους όμως, ο ελεύθερος στοχασμός με αφορμή τη λογοτεχνία είναι μια αυταξία: δε χρειάζεται να έχει κάποιο σαφώς καθορισμένο στόχο ούτε να είναι εφαρμόσιμα τα πορίσματά του για να αποκτήσει αξία. 

Αυτή την άποψη είχε διατυπώσει, ήδη στα 1890, και ο Όσκαρ Ουάιλντ: «[…] ενώ κατά τη γνώμη της κοινωνίας ο Στοχασμός είναι το βαρύτερο αμάρτημα στο οποίο μπορεί να υποπέσει ένας πολίτης, κατά την άποψη της πιο υψηλής κουλτούρας είναι η αρμόζουσα στον άνθρωπο απασχόληση. ΕΡΝΕΣΤ: Ο στοχασμός; ΓΚΙΛΜΠΕΡΤ: Ο στοχασμός. Σου είπα λίγο πριν ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να μιλήσεις για κάποιο πράγμα παρά να το κάνεις. Προσθέτω ότι τα να μην κάνεις απολύτως τίποτε είναι το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο. Το πιο δύσκολο και το πιο πνευματικό. Για τον Πλάτωνα, με το πάθος του για τη σοφία, ήταν η ευγενέστερη μορφή ενέργειας. Για τον Αριστοτέλη, με το πάθος του για τη γνώση, ήταν επίσης η ευγενέστερη μορφή ενέργειας. Σ’ αυτό, εξάλλου, οδηγούσε το πάθος για την αγιότητα τον μυστικιστή και τον άγιο του μεσαίωνα.» (Όσκαρ Ουάιλντ, Ο κριτικός ως δημιουργός, μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς, Στιγμή, Αθήνα 1984, σελ. 87-88)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου