Ένα απ’ τα ωραιότερα έργα του Ε. Χ. Γονατά είναι
αναμφίβολα η «Άνοιξη» (Το βάραθρο,
Στιγμή, Αθήνα 2006, σελ. 37-38):
Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως και είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να ’βγαινε από άδειο πιθάρι.
Νομίζω πως ακριβώς εδώ εντοπίζεται η ουσία του γονατικού διηγήματος: προκειμένου να αποκαλυφθεί η κρυμμένη ζωή κάτω απ’ τη νεκρή επιφάνεια, χρειάζεται η βία του βλέμματος. Η όραση πρέπει να γίνει οξεία και διαπεραστική, έτσι ώστε να σχίσει τη γη και να αποκαλύψει τα κρυμμένα της βάθη. Πρέπει να μετατραπεί σε αιχμηρό αντικείμενο, έτσι ώστε να διεισδύσει στο εσωτερικό, εκεί που κοχλάζει η ζωή στην πληρότητά της. Αν το βλέμμα δε γίνει αιχμηρό, αν δεν ασκήσει την απαιτούμενη βία, η ζωή δε θα βγει στο φως· το μάτι θα μείνει τυφλωμένο, θα κοιτάζει αλλά δε θα βλέπει.
Αξίζει επίσης να προσεχτεί ότι, για τον
Γονατά, το φυσικό γεγονός της άνοιξης, της αναγέννησης, απαιτεί την ανθρώπινη
προσπάθεια για να επιτευχθεί· δεν είναι δεδομένο ότι θα συμβεί. Παρότι είναι ένα
γεγονός φυσικό και τακτικά επαναλαμβανόμενο, ταυτόχρονα παραμένει πιθανό και
όχι βέβαιο. Τίποτε δε μας εξασφαλίζει ότι θα συμβεί νομοτελειακά: «Ακόμα λίγο, κι η
άνοιξη αυτό το χρόνο θα ’μενε κρυμμένη στη γη». Μόνο χάρη στην ανθρώπινη δράση
η φύση αναγεννάται και ο χρόνος μηδενίζεται και ξεκινάει πάλι απ’ την αρχή.
Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως και είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να ’βγαινε από άδειο πιθάρι.
Καθώς περπατούσα μου φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ’ αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα.
Βγάζω απ’ την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη –το ’νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού– και αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες-φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.
Και τότε, τί θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν· ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες του ήλιου σιγά-σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν απ’ τη νάρκη του.
Το γρασίδι σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε από τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ’ τις φτερούγες του και μου είπε: «Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα ’μενε κρυμμένη στη γη».
Ο Αριστείδης Αντονάς, στο ωραίο δοκίμιό του για το αττικό τοπίο, σχολιάζει: «Θα μπορούσε να βρει
κανείς πίσω από το κείμενο του Γονατά (όπου το ίδιο το φυσικό στοιχείο μπορεί
να υπάρξει μόνο με το ανθρώπινο μαχαίρι που τέμνει τη γη) την ιδέα κάποιας
οπτικής δράσης σχισίματος: το μάτι αποζητά να σχίζει τη γη. Πριν το μαχαίρι η
γη του Γονατά είναι ενεργοποιημένη από ηχητικές αναφορές που στρέφουν την
προσοχή στο κρυμμένο της βάθος. Το σχίσιμο δικαιώνει το βλέμμα που απορεί· το
βλέμμα σχίζει για να καταφέρει να δει, ειδεμή μένει τυφλωμένο, την ίδια τη
στιγμή που βλέπει. Η ανησυχία της παρατήρησης του τοπίου βασίζεται στην
απόκρυψη της ίδιας της εικόνας του εαυτού του: βλέπουμε μόνον το κάλυμμα της
εικόνας, κατά τρόπον ώστε το κάλυμμα αυτό να μην γίνεται καν ακόμη εικόνα. Το
τοπίο, σκεπασμένο από ξερή, σκασμένη λάσπη παραχωρεί μονάχα τον υπερκείμενο νεκρό
του χρόνο, αποκλείοντας τον επισκέπτη από το υποκείμενο ζωντανό βάθος του.»
Νομίζω πως ακριβώς εδώ εντοπίζεται η ουσία του γονατικού διηγήματος: προκειμένου να αποκαλυφθεί η κρυμμένη ζωή κάτω απ’ τη νεκρή επιφάνεια, χρειάζεται η βία του βλέμματος. Η όραση πρέπει να γίνει οξεία και διαπεραστική, έτσι ώστε να σχίσει τη γη και να αποκαλύψει τα κρυμμένα της βάθη. Πρέπει να μετατραπεί σε αιχμηρό αντικείμενο, έτσι ώστε να διεισδύσει στο εσωτερικό, εκεί που κοχλάζει η ζωή στην πληρότητά της. Αν το βλέμμα δε γίνει αιχμηρό, αν δεν ασκήσει την απαιτούμενη βία, η ζωή δε θα βγει στο φως· το μάτι θα μείνει τυφλωμένο, θα κοιτάζει αλλά δε θα βλέπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου