Η πόλη, όπως εξελίχθηκε σήμερα, αποτελεί γέννημα του δυτικού πολιτισμού και από την αρχαιότητα ακόμη κυψέλη της δημοκρατίας. Δεν είναι απλώς το χτισμένο τοπίο αλλά εκεί όπου όλα συμβαίνουν, όπου όλοι συνυπάρχουν και μπορούν, έχουν το δικαίωμα (φυσικά και την υποχρέωση) να αποφασίζουν για τα κοινά, όπως συνέβαινε στην αθηναϊκή δημοκρατία τον 5ο π.Χ. αιώνα. […] Λέμε ότι στην τέχνη πρέπει να αποφεύγονται οι κοινοτοπίες. Τι άλλο, εντούτοις, είναι μια πόλη από αυτό ακριβώς: έναν κοινό τόπο; Και πάνω στη λογική των κοινών τόπων δεν βασίστηκαν τα μεγάλα έργα;
Αυτά γράφει,
ανάμεσα σε πολλά άλλα, ο Αναστάσης Βιστωνίτης στο ωραιότατο δοκίμιό του με
τίτλο «Η πόλη», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο αναγνώστης πριν από λίγες μέρες. Το δοκίμιο του Βιστωνίτη αξίζει,
κατά την άποψή μου, να διαβαστεί και να προσεχτεί ιδιαίτερα και για το
περιεχόμενό του και για τη μορφή του. Θέτει πολλά ζητήματα με ωραίο τρόπο.
Το ζήτημα της πόλης ως κοινού τόπου έχει ιδιαίτερη σημασία. Πρόκειται για μια κομβική ιδέα για την αρχαιοελληνική αντίληψη περί πόλεως. Τη βρίσκουμε σε πλήθος κειμένων, λογοτεχνικών, φιλοσοφικών, ιστοριογραφικών. Η πόλη είναι εκείνος ο χώρος όπου συνυπάρχουν τα πιο αντίθετα πράγματα: η φτώχια κι ο πλούτος, ο λαός και η ελίτ, αρχιτεκτονικά κομψοτεχνήματα και χαμόσπιτα, ο εκλεπτυσμένος φιλόσοφος και ο τραχύς εργάτης, ο νόμος και το έγκλημα. Και όλα αυτά τοποθετημένα το ένα δίπλα στ’ άλλο. Η πόλη είναι η επινόηση μια μορφής ζωής που να μπορεί να περιλάβει εντός της, χωρίς να τις αφανίσει, όλες τις υπόλοιπες μορφές. Είναι η επινόηση της δυνατότητας του συνυπάρχειν. Και ως τέτοια μπορεί να δημιουργήσει την πολιτική και τον πολιτισμό.
Νομίζω πως αυτή την ιδέα την έχει διατυπώσει με τον πληρέστερο και διαυγέστερο τρόπο ο Πρωταγόρας:
Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ’ όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών· κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη. Μ’ αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν. Έτσι τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί, σ' όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ’ αυτούς· κι η βιοτεχνία τους τούς βοηθούσε βέβαια σ’ ό,τι χρειάζονταν για να βρουν την τροφή τους, όμως δεν μπορούσε να τους σώσει στον πόλεμο με τα θηρία· κι αιτία ήταν που δεν κάτεχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που ένα μέρος της είναι η τέχνη του πολέμου· τότε ένιωσαν την ανάγκη να συγκεντρώνονται και να χτίζουν πολιτείες, για να σωθούν. Όμως, όποτε συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο, μια και δεν είχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι σκορπίζονταν και τους έτρωγαν τα θηρία.
Τότε ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους. Όμως ρωτά ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπο τέλος πάντων να δώσει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη: «Με ποιο τρόπο, όπως έχουν μοιραστεί τα επαγγέλματα, έτσι να τις μοιράσω κι αυτές; Ξέρεις πώς έχουν μοιραστή εκείνα: ένας γιατρός εξυπηρετεί πολύν κόσμο, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. Με τον ίδιο τρόπο να βάλω στους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη και την αιδώ, ή να τις μοιράσω σ’ όλους;». «Σε όλους, είπε ο Δίας, και ο καθένας να έχει το μερίδιό του· γιατί πώς θα σταθούν πολιτείες, αν –όπως έγινε με τα άλλα επαγγέλματα– λίγοι έχουν μερίδιο απ’ αυτές; Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας.» (μτφρ. Η. Σ.Σπυρόπουλος)
Η πόλη υπάρχει,
λέει ο Πρωταγόρας, χάρη στην επινόηση της αιδούς
και της δίκης, χάρη στον
αλληλοσεβασμό μεταξύ των πολιτών και χάρη στο αίσθημα περί δικαίου. Αυτές οι
δύο αρχές, η αιδώς και η δίκη, συγκροτούν την πόλη, μετατρέπουν τους ανθρώπους
– τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους– σε πολίτες, σε άτομα ικανά να συνυπάρχουν
στον ίδιο τόπο.
Και αυτός ο
κοινός τόπος, η δυνατότητα του συνυπάρχειν, αυτή η δύναμη που έβγαλε τον
άνθρωπο απ’ την προϊστορία και γέννησε τον πολιτισμό, εξακολουθεί να αποτελεί
τη ζωντανή ψυχή της πόλης. Η αρχαία πόλις μετατράπηκε σταδιακά στο νεωτερικό
άστυ και αυτό με τη σειρά του έδωσε τη θέση του στη μεταμοντέρνα μητρόπολη: η
πόλη μεγαλώνει σε έκταση και γίνεται όλο και πιο χαοτική με την πάροδο του
χρόνου. Οι αντιφάσεις που συναντούμε εντός της γίνονται όλο και μεγαλύτερες.
Στον πυρήνα της όμως εξακολουθεί να υπάρχει ο κοινός τόπος, χωρίς τον οποίο δε
θα μπορούσε να υπάρξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου