24.5.13

Η Κόρη της Αβύσσου


Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.


Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.


Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.


Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.


Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.


Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τʼ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.


Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω απ’ τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.


Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.


Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σʼ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.


Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η Θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.


Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.


Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τʼ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.


Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μʼ αρέσει.


Και μʼ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.

Στην «Κόρη της Αβύσσου», ο Γιώργης Παυλόπουλος παρουσιάζει μια τρομερή γυναικεία μορφή, μια femme fatale, μια πόρνη της Βαβυλώνας. Πρόκειται βέβαια για την ίδια τη Λογοτεχνία: προκαλεί τον έρωτα των ποιητών αλλά είναι απρόσιτη γι’ αυτούς, τους περιφρονεί και τους εμπαίζει. «Την ποθούν, μα τους περιφρονεί / τους δήθεν εραστές του απολύτου». Και τελικά, τους παρασύρει σ’ ένα παιχνίδι με το θάνατο: «μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας / γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου».

Το ιδιάζον στοιχείο του ποιήματος όμως είναι ο ελαφρός και παιγνιώδης τόνος του. Θα περίμενε κανείς η πραγμάτευση ενός τέτοιου θέματος να γίνει απ’ τον ποιητή με σοβαρό και υψηλό ύφος. Ο Παυλόπουλος, αντιθέτως, επιλέγει να παρουσιάσει την τρομερή εμπειρία της λογοτεχνίας ως ένα παιχνίδι. Η Κόρη δεν προκαλεί τον τρόμο· περισσότερο μοιάζει με μικρό παιδί που κάνει ζαβολιές. Μπορούμε να πούμε ότι ο ποιητής παρωδιοποιεί, κατά κάποιο τρόπο, τα θέματά του: τη femme fatale και τον αγώνα του ποιητή με την Ποίηση.

Πώς το κατορθώνει αυτό; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η παιγνιώδης διάθεση οφείλεται στις λέξεις που επιλέγει ο ποιητής. Για παράδειγμα, η Κόρη εμφανίζεται καβάλα όχι σ’ ένα πολυκέφαλο τέρας αλλά σε μια «γιαμάχα». Οι περισσότεροι στίχοι όμως μπορούν να διαβαστούν ως απόλυτα σοβαροί. «Στην όψη της χορεύουν φλόγες / από την Κόλαση του Δάντη.» «Μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί χλωμός ο πρίγκιψ Μίσκιν.» «Κάποτε κλαίει σαν παιδί / χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου» «Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική / με δέος ηδονή και τρόμο / Στα βάθη της Λογοτεχνίας χάνεται / χωρίς επιστροφή χωρίς να βρίσκει δρόμο.» 


Νομίζω πως η παρωδιοποίηση επιτυγχάνεται απ’ τον ποιητή με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι με τη συνεχή παραπομπή σε κλασικά έργα, με τη συνεχή ενσωμάτωση διακειμένων. Αναφέρονται ονομαστικά η Κόλαση του Δάντη, ο πρίγκιψ Μίσκιν, ο Βιγιόν, ο Καρυωτάκης, ο πλοίαρχος Νέμο. Και αυτές είναι μόνο οι εξωτερικές, ας πούμε, αναφορές στην κλασική λογοτεχνία. Υπάρχει ταυτόχρονα ένα πλήθος εικόνων που προέρχονται από διάφορες πηγές: η ίδια η Κόρη που εμφανίζεται καβάλα σε μια μηχανή, οι φλόγες που χορεύουν στα μάτια της, η εικόνα του ανθρώπου που μπαίνει «σεκλετισμένος» στο μπαρ για να πιει, οι νέοι ποιητές που κερνάνε μια ωραία γυναίκα, η γυναίκα που περιμένει να φανεί ο αγαπημένος της αδιαφορώντας για τους γύρω της, ο ποιητής που τριγυρνάει ανέστιος και πένης στους δρόμους της μεγαλούπολης και κάθεται κάτω απ’ τις γέφυρες για να διαβάσει και να παίξει μουσική κ.λπ. Όλες αυτές οι κλασικές εικόνες της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου υπονομεύουν στη συνείδηση του αναγνώστη τη σοβαρότητα του ποιήματος. Θα έλεγα μάλιστα ότι ο τρόπος ένταξης των διακειμένων στο ποίημα, η καταιγιστική τους συμπαράθεση, κάνει το ποίημα πομπώδες και προκαλεί το γέλιο του αναγνώστη. Η εικόνα της femme fatale αποδομείται: αντί για γοητεία και δέος προκαλεί ένα χαμόγελο.


Κυρίως όμως η παρωδιοποίηση επιτυγχάνεται με τη χρήση του έμμετρου στίχου και της ομοιοκαταληξίας. Ο Παυλόπουλος γράφει, κατά κανόνα, σε ελεύθερο στίχο· αυτό είναι το μέσον που τον εκφράζει. Εδώ όμως επιλέγει να γράψει έμμετρα. Χρησιμοποιεί ιαμβικό στίχο διαφόρων μεγεθών, ενώ ομοιοκαταληκτεί πάντοτε ο δεύτερος με τον τέταρτο στίχο κάθε στροφής. Αυτός ο παραδοσιακός στίχος αντιπαρατίθεται στο μη παραδοσιακό περιεχόμενο («γιαμάχα», «πριονοκορδέλα», «μαρσάροντας») και στις συνεχείς αναφορές στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, και έτσι δημιουργείται ένα παρωδιακό μείγμα. Πιστεύω μάλιστα ότι η ίδια η χρήση παραδοσιακής ή παραδοσιοφανούς μορφής δημιουργεί αμέσως θυμηδία και ελαφριά διάθεση στον αναγνώστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου