Κατά τη γνώμη μου, χάρη σε μια σειρά από μακροχρόνιες διεργασίες, ο Καβάφης βρίσκεται πλέον, όχι άδικα, στο κέντρο του νεοελληνικού κανόνα. Αν κάποτε βρισκόταν στην περιφέρειά του ή, εν πάση περιπτώσει, μακριά απ’ το κέντρο του, αυτό δεν ισχύει πλέον, εδώ και πολύ καιρό. Η αξία του έργου του αναγνωρίζεται τώρα απ’ όλους.
Κάθε σπουδαίο λογοτεχνικό έργο έχει μια μυστική, εγγενή αξία· μια αξία που δεν μπορεί να του αμφισβητηθεί ούτε να του αφαιρεθεί. Η αξία αυτή όμως αποκαλύπτεται διαλογικά: το έργο και ο συγγραφέας του διαλέγεται με άλλα έργα, με τον αναγνώστη, με τον κριτικό, με το γενικό πολιτισμικό συγκείμενο. Μόνο στο πλαίσιο αυτού του διαρκούς διαλόγου μπορεί να φανερωθεί η αξία του έργου. Με άλλα λόγια, μόνο αν διαβαστεί και ξαναδιαβαστεί, μόνο αν συζητηθεί και κριθεί μπορεί να αποκαλύψει το νόημά του και την αξία του σε όλη τους την πληρότητα. Το έργο του Καβάφη διαβάστηκε και διαβάζεται, κρίθηκε και κρίνεται· γίνεται διαρκώς αντικείμενο διαλόγου.
Θα απαριθμήσω, εν συνεχεία, κάποιες απ’ τις αιτίες που, κατά την άποψή μου, ωθούν τον Καβάφη στο κέντρο του νεοελληνικού κανόνα.
Η πρώτη αιτία είναι η εγγενής σπουδαιότητα του έργου του: είναι ένας μεγάλος ποιητής, μάστορας στην έκφραση και στην πραγμάτευση των θεμάτων του. Είναι μεγάλος ποιητής διότι επιλέγει να αναμετρηθεί με μεγάλα θέματα, διότι επεξεργάζεται ξανά και ξανά τη γλωσσική και ρυθμική μορφή των ποιημάτων του για να καταλήξει στην υψηλή καλλιτεχνική έκφραση, διότι κατορθώνει να κρύψει στο έργο του πλούσια νοήματα που ερμηνεύονται και επανερμηνεύονται στον μεγάλο χρόνο.
Η δεύτερη αιτία είναι η βαθιά επίδραση που άσκησε και ασκεί στη νεοελληνική λογοτεχνία. Αυτή η επίδραση φανερώνεται ιδιαίτερα στα ποιήματα που διαλέγονται μαζί του· υπάρχει άλλωστε ένα πλήθος καβαφογενών ποιημάτων. Και υπάρχουν βέβαια και ποιητές για τους οποίους η επίδραση του Καβάφη ήταν καθοριστική, όπως για παράδειγμα ο Εγγονόπουλος.
Η τρίτη αιτία είναι ότι το ίδιο το έργο του Καβάφη αποτελεί έναν στοχασμό πάνω στον ελληνισμό και την ελληνικότητα. «Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός— / ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν· / εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο έργο του λανθάνει μια ιδιότυπη ιστορία του ελληνισμού απ’ το μυθικό του παρελθόν (πρβλ. την «Απιστία») και τις «ενδοξότερες» στιγμές του («Στα 200 π.Χ.») μέχρι το Βυζάντιο («Από υαλί χρωματιστό»). Ουσιαστικά, ο Καβάφης κάνει τη δική του πρόταση για τη σχέση των αρχαίων Ελλήνων με τους νεότερους. Όπως γράφει ο Δημήτρης Τζιόβας: «Η ελληνικότητα, για τον Καβάφη, είναι εντέλει η κατασκευή μιας μάσκας που, μέσα από την ειρωνική της υπονόμευση, τονίζεται η σχετικότητα αλλά και η διαθεσιμότητα της ελληνικής ταυτότητας» (Ο μύθος της γενιάς του Τριάντα, Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 315)
Μια τέταρτη αιτία που φέρνει τον Καβάφη στο κέντρο του κανόνα είναι η καθολικότητα των θεμάτων του. Κάποια απ’ τα ποιήματά του, όπως για παράδειγμα η «Πόλις» ή τα «Τέιχη», ανάγονται στο επίπεδο του φιλοσοφικού στοχασμού. Στα «Τείχη», για παράδειγμα, πραγματεύεται το φιλοσοφικό ζήτημα του εγκλεισμού:
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Ο αφηγητής αποκλείεται απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, κλείνεται εντός των τειχών. Όμως, ήταν ήδη αποκλεισμένος απ’ τον κόσμο, αφού δεν αντιλήφθηκε το κτίσιμο των τειχών. Δεν είχε επαφή με τον έξω κόσμο, δεν άκουγε, δεν αισθανόταν. Κάθεται τώρα και απελπίζεται για την τύχη του. Αυτό όμως έκανε και πριν. Ο εγκλεισμός του είναι υπαρξιακός και δεν οφείλεται σε κάποια εξωτερικά συμβάντα. Τα τείχη δεν κτίστηκαν τώρα, αλλά υπήρχαν εξαρχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου