2.8.13

Ο Παπαδιαμάντης μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας


Οι ωραιότερες σελίδες του Παπαδιαμάντη είναι, κατά τη γνώμη μου, εκείνες στις οποίες αφηγείται όνειρα. Θα μπορούσαμε να πούμε μάλιστα ότι είναι η ίδια η αφήγηση που γίνεται ονειρική ή ονειρώδης, πως πρόκειται δηλαδή για μια ιδιαίτερη αφηγηματική τεχνική.
Με αυτό εννοώ ότι στα παπαδιαμαντικά διηγήματα τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας διασαλεύονται, το όνειρο και η πραγματικότητα βρίσκονται σε διαρκή ώσμωση: η πραγματικότητα μπορεί να εισβάλλει στο όνειρο και το όνειρο να επιδρά στην πραγματικότητα, η ίδια η ζωή μπορεί να γίνεται όνειρο, να παίρνει μια ονειρική μορφή, το όνειρο εντάσσεται στο ίδιο οντολογικό συνεχές με την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, η μετάβαση απ’ το όνειρο στην πραγματικότητα και απ’ την πραγματικότητα στο όνειρο γίνεται ομαλά και φυσιολογικά, σαν να πρόκειται για δυο τόπους όμοιους από οντολογική άποψη.

Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι κατάσπαρτα από όνειρα, όνειρα φωτεινά και χαρούμενα ή όνειρα σκοτεινά και δυσοίωνα, όνειρα που ανακαλούν το παρελθόν ή όνειρα που προφητεύουν το μέλλον ή ακόμη όνειρα που ταυτίζονται χρονικά με το παρόν της αφήγησης.

Όνειρο, για παράδειγμα, συναντάμε ήδη από τον τίτλο στο «Όνειρο στο κύμα». Και η λέξη όνειρο με τα παράγωγά της εμφανίζεται συνέχεια στο σώμα του κειμένου: 
  Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ’ έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων... 
  Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ’ έβλεπε, και θα ημπορούσα ν’ αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθεν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ’ ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ’ εντεύθεν του άντρου.
  Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.
Όνειρο επίσης συναντάμε, δυσοίωνο αυτή τη φορά, στα «Άγια και πεθαμένα»: 
  Είδεν όνειρα.
  Πρόσωπα, προσωπάκια πολλά, χλωμά, μικρούτσικα, με σφαλιστά μάτια. Είδε κοράσια μικρά, αδελφάς της, εξαδέλφας της, θυγάτρια γειτονισσών, όλας αποθαμένας. Είδε στεφάνους από νεκρολούλουδα, στεφάνους παρθενικούς, με θυμιάματα και με ακτίνας. Και ένα στεφάνι, το στεφάνι το ιδικόν της, της έφευγεν από την κόμην την καστανήν και ανέβαινε προς τον ουρανόν, εν μέσω αίγλης και μαρμαρυγής και δόξης αφάτου.
  Τα κόλλυβα, τα οποία της είχε δώσει η Ζήσαινα, μη ήσαν πεθαμένα;
  Τέλος, είδε και έν πρόσωπον ζωντανόν ένα νέον, περί του οποίου είχεν εκφρασθεί άλλοτε ότι θα τον επροτίμα ως γαμβρόν ο πατήρ της.
  Είδε το πρόσωπον τούτο, αλλ’ ωσάν εις ταξίδι και ως να ήσαν έτοιμοι προς χωρισμόν. Αυτή τάχα ήτον έτοιμη να φύγει κι εκείνος έμενεν έλεγεν ότι ήθελε μείνει δι’ ολίγον καιρόν. Και της έδιδε μαζί της ως εφόδιον έν μαραμμένον και φυλλοροούν γαρόφαλον από την ιδίαν γάστραν της. Και αυτή έγινε περίεργη να μετρήσει τα μαραμένα φύλλα του και τα εύρε σαράντα.
Όνειρο βλέπει και η Φόνισσα, στο ομώνυμο διήγημα, ένα όνειρο που είναι αλληγορία της ζωής της: 
  Της εφάνη εις τον ύπνον της ότι ήτον νέα ακόμα· ότι ο πατήρ της και η μάννα της την υπάνδρευον, όπως την είχαν υπανδρεύσει και την είχαν «νεκροβλοήσει» τον καιρόν εκείνον, και την επροίκιζαν, δίδοντες αυτή και τον κήπον τον πατρώον, όπου αυτή εσκάλιζε κ’ επότιζε τα κουκιά και τα λάχανα, όταν ήτον μικρή· και ο πατήρ της την εφίλευε τάχα, διά τον κόπον της και της έδιδε «τέσσερα κεφάλια», κεφάλια από λαχανίδες. Η Χαδούλα μετά χαράς έλαβε τα τέσσερα φυτά εις τας χείρας, αλλ’ όταν τα εκοίταξε, είδεν ω φρίκη! ότι ήσαν τέσσαρα μικρά κεφάλια ανθρώπινα νεκρικά...
  Ανεταράχθη, εσκίρτησεν, είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ!...» Πάλιν απεκοιμήθη. Ωνειρεύθη ότι η μητέρα της την συνελάμβανεν επ’ αυτοφώρω ερευνώσαν να εύρη το κομπόδεμα, κάτω εις το ισόγειον, ανάμεσα εις τα βαρέλια και τα πιθάρια και τον σωρόν των καυσοξύλων· ως την είδεν, εμειδίασε πικρώς, το σύνηθες μειδίαμά της, και διά να την εβγάλη τάχα από τον κόπον, επήρε μοναχή της το κομπόδεμα, έβγαλε και της εχάρισεν από τα τόσα τάλληρα, τα σκυλοδεμένα, τρία γερμανικά τάλληρα, τρεις ρηγίνες, απ' εκείνας που είχαν και την εικόνα της Παναγίας επάνω, με την επιγραφήν «Patrona Bavariae». Η Φραγκογιαννού, μετά χαράς μεμειγμένης μ’ εντροπήν, επήρε τα τρία νομίσματα από τα χέρια της μητρός της, πλην όταν τα εκοίταξεν, είδεν ότι τα τρία εκείνα νομίσματα, με τα πρόσωπα που έφερον επάνω, ήσαν τρία προσωπάκια, μικρά, πελιδνά, με σβησμένα ματάκια... Ω! τρόμος! προσωπάκια μικρών κορασίδων!
Όνειρο, τέλος, που είδε ο ίδιος στην παιδική του ηλικία αφηγείται ο Παπαδιαμάντης στο «Δαιμόνια στο ρέμα». Είναι και αυτό όνειρο αλληγορικό, όπως και όλο το διήγημα, μια αλληγορία της ζωής του:
Εκεί, καθώς εκάθισα αποκαμωμένος, αφανισμένος, επάνω εις την απάτητον χλόην, ακούμβησα την κεφαλήν εις ένα σχοίνον, και δεν ηξεύρω αν εκοιμήθην ή ωνειρεύθην· αλλά παρουσιάσθη ενώπιόν μου γέρων τις σεβάσμιος, με λευκήν γενειάδα, και με μακρόν ράσον. Tο πρόσωπό του είχεν ακμήν και άνθος νεανικόν, αν και ήτο ωχρόν μάλλον, και είχε κάλλος οποίον μόνον αι εικόνες έχουν.
     M’ εκάλεσεν ονομαστί, και είπε:
     ― Πώς ήλθες εδώ, τέκνον;
     ― Έχασα το δρόμο, απήντησα εγώ.
     O γέρων έσεισε την κεφαλήν.
     ― Έτσι χάνουν τον δρόμον τους, είπεν, όσοι δεν ηξεύρουν πόθεν έρχονται και πού πηγαίνουν. Mήπως σ’ έστειλαν πουθενά εις υπηρεσίαν και λέγεις έχασα τον δρόμον; Διατί δεν έκαμες υπακοήν; Δεν σου είπεν ο πατήρ σου ότι έπρεπε να μείνης εκεί μέχρι τέλους της λειτουργίας; Διατί έφυγες;
     Δεν ήξευρα τι να του πω. Δεν μου ήρχετο μάλιστα να τον ερωτήσω πώς το ηξεύρει.
    Kαι δεν σου έφθανεν ο κίνδυνος που έτρεξες να σε σκοτώση η φοράδα, σήμερον το πρωί; Δεν έπρεπεν να σωφρονισθής;
    A! ήσουν αντίκρυ και μ’ έβλεπες; είπα εγώ, μη γνωρίζων τι άλλο να είπω.
    Hμείς τα βλέπομεν, είπε παραδόξως εκείνος. Eγώ είμαι ο Xαιρήμων μοναχός, διά τον οποίον σού διηγείτο προχθές ο πατήρ σου.
     Δεν εσκεπτόμην τίποτε. Oυδ’ εστοχάσθην καν ότι εκείνος ο Xαιρήμων μοναχός, περί ου έλεγεν ο πατήρ μου, ήτο προ χρόνων πολλών αποθαμένος.
     ― Ύπαγε, είπε· να βάλης μετάνοιαν εις τον πατέρα σου, και να του είπης εκ μέρους μου ότι οφείλει να είναι αυστηρότερος προς την νεότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου