«Έσκυψα και τη φίλησα.
"Είμαι ο άνεμος", της ψιθύρισα απαλά στ’ αυτί. "Πάμε πίσω από κείνη τη συκιά. Θα φυσήξω, και θα πέφτουν τα φύλλα της γύρω μας, σιγά-σιγά· έτσι κανένα αδιάκριτο μάτι δε θα μπορεί να μας δει όταν θα σ’ αγκαλιάζω".
Εκείνη, βγάζοντας απ’ τα μαλλιά της ένα μικρό νόμισμα, μου το ’δειξε, κι ύστερα κοιτάζοντας πέρα, κατά τη μεριά που υψωνόταν μοναχική η
συκιά, άρχισε να το παίζει στη φούχτα της."Είμαι ο άνεμος", της ψιθύρισα απαλά στ’ αυτί. "Πάμε πίσω από κείνη τη συκιά. Θα φυσήξω, και θα πέφτουν τα φύλλα της γύρω μας, σιγά-σιγά· έτσι κανένα αδιάκριτο μάτι δε θα μπορεί να μας δει όταν θα σ’ αγκαλιάζω".
"Η απάντηση είναι γραμμένη εδώ", είπε και πέταξε ψηλά το νόμισμα που λοξοδρομώντας έπεσε μέσα στη λίμνη, πλάι μας.
Χωρίς να διστάσω βούτηξα στο νερό. Έφτασα γλήγορα στο βυθό. Έψαχνα, έψαχνα, παραμερίζοντας τα ψηλά χορτάρια, όμως το νόμισμα δε φαινόταν πουθενά. Λυπημένος, αποφάσισα ν’ ανέβω, αφού πρώτα ξέχωσα μέσα απ’ το βούρκο ένα ασημένιο κουταλάκι να της το φέρω. Βαστώντας το σφικτά στο χέρι, βγήκα στην επιφάνεια.
"Μ’ αυτό έτρωγα μικρός", ετοιμαζόμουν να της πω, μα είχε γίνει άφαντη· και το νόμισμα που γύρευα τόσην ώρα γυάλιζε στις πέτρες της όχθης.
Κατάλαβα πως ήταν άσκοπο να τη φωνάξω· εξάλλου δεν ήξερα τ’ όνομα της.
Μάζεψα από χάμω το νόμισμα και τράβηξα για τη συκιά. Πλησιάζοντας παρατήρησα με φρίκη πως δεν είχε φύλλα. Ήταν κατάξερη, κι απ’ τις κουφάλες της μπαινόβγαιναν στρατιές μυρμήγκια.»
Το παραπάνω εξαίσιο αφήγημα με τίτλο «Η συκιά» περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του Ε. Χ. Γονατά Το βάραθρο (Στιγμή, 1984, 2006, σελ. 56-57).
Η συκιά του αφηγήματος είναι κατάξερη. Και είναι κατάξερη γιατί η αφήγηση του Γονατά παραπέμπει ευθέως στη βιβλική διήγηση της ξηρανθείσης συκής. Ο Χριστός καταράται τη συκιά που δεν έχει καρπούς να ξεραθεί εντελώς και η κατάρα του γίνεται αμέσως πράξη: «Πρωῒ δὲ ἐπανάγων εἰς τὴν πόλιν ἐπείνασεν. καὶ ἰδὼν συκῆν μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ’ αὐτήν, καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν
αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον, καὶ λέγει αὐτῇ, μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς
τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ. καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες, Πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ;» (Μτ. 21,18-20).
Γιατί όμως είναι κατάξερη η συκιά του Γονατά; Και τι σημαίνει η άκαρπη συκιά του Ευαγγελίου που είναι καταδικασμένη να ξεραθεί για πάντα; Κατά τη γνώμη μου, η ξεραμένη συκιά είναι μια μετωνυμία της άγονης ζωής, του ανέραστου βίου. Είναι το αντίθετο της ανθισμένης συκιάς, που είναι σύμβολο του έρωτα και της κατάφασης στη ζωή. Για παράδειγμα, στο Άσμα ασμάτων διαβάζουμε: «ἀνάστα, ἐλθὲ ἡ πλησίον μου, καλή μου, περιστερά μου, ὅτι ἰδοὺ ὁ χειμὼν παρῆλθεν, ὁ ὑετὸς ἀπῆλθεν, ἐπορεύθη ἑαυτῷ, τὰ ἄνθη ὤφθη ἐν τῇ γῇ, καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθακε, φωνὴ τῆς τρυγόνος ἠκούσθη ἐν τῇ γῇ ἡμῶν, ἡ συκῆ ἐξήνεγκεν ὀλύνθους αὐτῆς, αἱ ἄμπελοι κυπρίζουσιν, ἔδωκαν ὀσμήν.» (Ασ. 2,10-13).
Κάτω απ’ τα φύλλα της συκιάς συναντιούνται οι ερωτευμένοι για να χαρούν τον έρωτά τους. Οι καρποί της είναι γλυκοί όπως τα αισθήματα του ενός για τον άλλο: «Η μικρή συκομουριά που φύτεψες με τα ίδια σου τα χέρια / Τώρα κινεί το στόμα της για να μιλήσει. / Πόσο γλυκά τα κλαδιά της, γλυκά / Καθώς σαλεύουνε, και σαλεύοντας μουρμουρίζουν, / Μουρμούρισμα γλυκό σαν το μέλι. / Κλαδιά κατάμεστα σαρκώδη φρούτα / Πιο κόκκινα απ' τον ίασπι τον αιματόχρωμο, / Φύλλα όμοια με μαλαχίτη./ Γέρνουν προς εσένα από μακριά / Που δε βρίσκεσαι πια στη δροσερή σκιά / Ξελογιάστηκε από ’να γράμμα αγάπης / Από το χέρι νεαρού κοριτσιού / Της κόρης τ’ αρχικηπουρού / Που τρέχει στον εραστή της, λέγοντας / "Πάμε μαζί σ’ ένα ήσυχο μέρος" / [...] Μείνε για μια μέρα, μια μέρα χαράς, / Και αύριο και μεθαύριο, / Τρεις ολόκληρες μέρες στη σκιά μου.» (Έζρα Πάουντ, Νόελ Στοκ, Ερωτική ποίηση από την αρχαία Αίγυπτο, μτφρ.-σχολ. Φώτης Τερζάκης, Ερατώ, Αθήνα 2007, σελ. 66-67)
Ας σημειωθεί ότι, στο αφήγημα του Γονατά, η ξερή συκιά (που είναι μάλιστα εντελώς ξερή, χωρίς καρπούς και χωρίς φύλλα) είναι η σκληρή πραγματικότητα. Ο αφηγητής ζει ένα όνειρο, μια ψευδαίσθηση έρωτα στην αρχή του αφηγήματος. Η συκιά είναι γεμάτη με φύλλα κι ο αφηγητής ονειρεύεται πως θα φιλήσει την αγαπημένη του κάτω απ’ τη σκιά της, ενώ τα φύλλα θα πέφτουν γύρω τους και θα τους καλύπτουν. Όταν όμως βυθίζεται στο νερό και αναδύεται, επιστρέφοντας έτσι στην πραγματικότητα, συνειδητοποιεί πως ο έρωτάς του ήταν ένα ψέμα, μια μάταιη ελπίδα. Η ζωή του είναι στερημένη απ’ τους καρπούς του έρωτα.
Ας αναφέρθει, τέλος, και μια -όχι άσχετη, νομίζω- λεπτομέρεια. Οι βιβλικές αφηγήσεις για την ξηρανθείσα συκή δεν είναι όλες ίδιες. Η αφήγηση στο Κατά Μάρκον και στο Κατά Ματθαίον είναι σχεδόν όμοια, αλλά στο Κατά Λουκάν είναι διαφορετική. Εκεί η συκιά δεν καταδικάζεται σε αιώνια ξηρότητα. Αντιθέτως, της δίνεται παράταση για έναν ακόμη χρόνο, μήπως τελικά βγάλει καρπούς: «Ἔλεγεν δὲ ταύτην τὴν παραβολήν· Συκῆν εἶχέν τις ἐν τῷ ἀμπελῶνι αὐτοῦ
πεφυτευμένην, καὶ ἦλθε ζητῶν καρπὸν ἐν αὐτῇ, καὶ οὐχ εὗρεν.
εἶπε δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν· ἰδοὺ τρία ἔτη ἔρχομαι ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ
συκῇ ταύτῃ, καὶ οὐχ εὑρίσκω· ἔκκοψον αὐτήν· ἱνατί καὶ τὴν γῆν καταργεῖ; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κόπρια. κἂν μὲν ποιήσῃ καρπὸν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν.» (Λκ. 13, 6-9)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου