Στο ωραιότατο βιβλίο του Το νερό και τα όνειρα ο Γκαστόν Μπασελάρ διατυπώνει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τη σχέση των λογοτεχνικών ονείρων με την τελετουργική καταβύθιση του νεκρού στη θάλασσα:
Η αναχώρηση του νεκρού πάνω στα κύματα δίνει μόνο μία εικόνα της ανεξάντλητης ονειροπόλησης του θανάτου. Δεν αντιστοιχεί παρά σε μία ορατή παράσταση και μπορεί να μας παραπλανήσει για το βάθος της υλικής φαντασίας που στοχάζεται πάνω στο θάνατο ωσάν ο θάνατος να ήταν μια ουσία από μόνος του, μια ζωή μέσα σε μία καινούρια ουσία. Το νερό, ουσία ζωής, είναι επίσης ουσία θανάτου για τον αμφίσημο στοχασμό. [...] Πολύ πριν οι ζωντανοί αφεθούν στα κύματα, μήπως δεν έβαζαν το φέρετρο στο νερό, δεν τόριχναν στο χείμαρρο; Σ’ αυτή τη μυθολογική υπόθεση, το φέρετρο δεν θα ήταν η στερνή βάρκα. Θα ήταν η πρώτη. Ο Θάνατος δεν ήταν το τελευταίο, ήταν το πρώτο ταξίδι. Για μερικούς βαθείς ονειροπόλους θα είναι το πρώτο ταξίδι. [...] Ο Θάνατος είναι ταξίδι και το ταξίδι είναι θάνατος. «Όταν φεύγεις, είναι λιγάκι σαν να πεθαίνεις». Να πεθαίνεις σημαίνει να φεύγεις και δεν φεύγεις πραγματικά, θαρραλέα, ντόμπρα παρά μόνο αν ακολουθήσεις τη ροή του νερού, το ρεύμα του μεγάλου ποταμού. Όλα τα ποτάμια συναντάνε τον Ποταμό των νεκρών. Μόνο αυτός ο θάνατος είναι μυθικός. Μόνο αυτή η αποχώρηση είναι μια περιπέτεια. (Gaston Bachelard, Το νερό και τα όνειρα. Δοκίμιο πάνω στην φαντασία της ύλης, μτφρ. Έλση Τσούτη, Εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 1985, σελ. 77-80)
Αυτές οι παρατηρήσεις του Μπασελάρ εφαρμόζονται, νομίζω, απόλυτα στον «Νεκρό ταξιδιώτη» του Παπαδιαμάντη. Ο νεκρός ταξιδεύει αργά στη θάλασσα σαν μέσα σ’ ένα όνειρο. Ο θάνατος είναι ο ύπνος και το θαλάσσιο ταξίδι το όνειρο:
Ο άνθρωπος αφήκε την τελευταίαν πνοήν υπό το κύμα, όπου εβυθίσθη κατ᾿ αρχάς, είτα το νεκρόν σώμα ανέδυ εις την επιφάνειαν, κ᾿ έβαλε πλώρην, καθώς είπεν ο αδελφός του, φερόμενον υπό των κυμάτων, κατά την νοτιάν· και αρμένισεν, αρμένισε πολλά μίλια εωσότου έφθασεν εις το θαλάσσιον τρίστρατον, τον πλατύν πορθμόν, τον μεταξύ του Αρτεμισίου, της Σηπιάδος άκρας του Παγασαίου κόλπου, και των Σποράδων. Εκεί εταλαντεύθη πολύ, συρόμενον πότε από τα ρεύματα, πότε ωθούμενον από τ᾿ απόγεια της ξηράς και από τας θαλασσίας αύρας, τέλος έβαλε πλώρην κατά τον λεβάντην και τον σορόκον. Διαπόντιος νεκρός, χωρίς ποτέ να γίνη υποβρύχιος. Τα κύματα ως να ώκτειρον τον ποτέ ναύτην, μαλακά μαλακά τον προέπεμπον εις τον πένθιμον δρόμον του. Τα ψάρια του αφρού επήδων τριγύρω του, εδοκίμαζον να τον πλησιάσουν, και πάλιν, ως να ηλαύνοντο από αόρατον δύναμιν, έφευγον μακράν του. Τα δελφίνια τον παρέκαμπτον ευλαβώς, αι φώκαι εκρύπτοντο εις τα υποβρύχια άντρα των, τα σκυλόψαρα υπεχώρουν εις την διάβασίν του. Ο θαλασσοπόρος νεκρός, ως να είχεν ακόμη πυξίδα και πηδάλιον εις αυτό το σκέλεθρόν του, δεν έχασε ποτέ την κατεύθυνσίν του. Διέπλευσεν ακόμη οκτώ ή δέκα μίλια, όλον το νότιον πλάτος της μικράς νήσου του, και είτα εστράφη πάλιν. Έβαλε πλώρην κατά τον βορράν, και ήρχισε να εισπλέει τον λιμένα της πατρίδος του…
Είχε διανύσει περί τα σαράντα μίλια, εις τόσας πολλάς ημέρας. Δεν ήτο ταχύς, αλλά βραδύς εις τον πλουν του. Δεν εβάδιζεν εις την χαράν του, έβαινεν εις την κηδείαν του. Και δεν ηδυνήθη να προσεγγίσει εις καμμίαν μεμακρυσμένην θαλασσίαν αγκάλην, δεν επήγε να σταματήση εις κανένα απόκεντρον όρμον, εις κανένα έρημον αιγιαλόν της νήσου του. Δεν εστάθη ν᾿ αναπαυθή εις καμμίαν ύφαλον, εις καμμίαν σύρτιν ή άμμον. Επήγε κατ᾿ ευθείαν προς τον θαλάσσιον λόφον του Κοιμητηρίου εις τα δυτικα της πολίχνης, και προσωρμίσθη εις την μικρήν ακτήν, κ᾿ εκεί έμεινε.
Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο νεκρός ταξιδιώτης του Παπαδιαμάντη τερματίζει το ταξίδι του κοντά στο νεκροταφείο, όπου και θα ταφεί αργότερα. Έτσι, από ονειρικός ταξιδιώτης, που είναι οριστικά απών και τον οποίο μπορούμε να ονειρευόμαστε αδιάκοπα, γίνεται ο εν μέρει παρών νεκρός που θάβουν οι οικείοι στο κοιμητήριο του χωριού.
Αν όντως για το ασυνείδητο ένας νεκρός είναι ένας απών, μόνο ο ταξιδιώτης του θανάτου είναι ένας νεκρός που μπορούμε να ονειρευόμαστε δίχως τελειωμό. Η ανάμνησή του μοιάζει νάχει πάντα κάποιο μέλλον.. Τελείως διαφορετικός θα είναι ο νεκρός που κατοικεί στη νεκρόπολη. Γι’ αυτόν, το μνήμα εξακολουθεί να είναι μια κατοικία, μια κατοικία που οι ζωντανοί επισκέπτονται ευλαβικά. Παρόμοιος νεκρός ποτέ δεν είναι απόλυτα απών. (Gaston Bachelard, ό.π., σελ. 80)
Αδερφέ Παράκελσε,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικότατο το κείμενό σου. Ο παπαδιαμαντικός «Νεκρός ταξιδιώτης» συντονίζεται πλήρως με το θεωρητικό σχήμα του Μπασελάρ. Σκεφτόμουν, επ’ αυτού, τις τελευταίες σελίδες (34-36) από τον ομώνυμο Ταξιδιώτη του Ε. Χ. Γονατά, όπου ο ήρωας, σε μια υποβλητικής εικονοποιίας ονειρική σκηνή, ταξιδεύει μ’ έναν μυστηριώδη κωπηλάτη «μέσα σε μια σαραβαλιασμένη βάρκα», σε «πηχτά νερά» (τα «βαριά» ύδατα του Μπασελάρ), με τους «στεναγμο[ύς] των πνιγμένων» να αναδύονται από τον βυθό. Και σ’ αυτή την περίπτωση, σκηνοθετείται με απαράμιλλο τρόπο ένα ζοφερό, απόκοσμο τοπίο θανάτου, το οποίο εκτυλίσσεται στο μυαλό του πρωταγωνιστή ως εφιάλτης.
Αδερφέ Θεμέλιε,
ΔιαγραφήΠολύ ωραία η παρατήρησή σου. Δε μου πέρασε καθόλου απ' το μυαλό ότι ο "Νεκρός ταξιδιώτης" του Παπαδιαμάντη συνδέεται με τον "Ταξιδιώτη" του Γονατά. Κι όμως, οι ομοιότητες είναι πάρα πολλές. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για το ταξίδι του νεκρού δια των υδάτων. Και δεν είναι τυχαίο, νομίζω, το διαφορετικό τέλος των δύο αφηγημάτων: στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη ο νεκρός καταλήγει στην ακτή πλησίον του νεκροταφείου (γίνεται ξανά εν μέρει παρών), ενώ στην περίπτωση του Γονατά, ο νεκρός συνεχίζει το ταξίδι του "μέσα από σκοτεινά, ατέλειωτα, δίχως όχτες κανάλια" προς το άγνωστο (παραμένει οριστικά απών, απελευθερώνοντας την ονειροφαντασία).